βαρδιάτορας

βαρδιάτορας
ο [βάρδια]
ο βαρδιάνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαρδιάτορας — ο ο βαρδιάνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρουρός — ο 1. αυτός που φρουρεί, που φυλάγει κάτι, ο φύλακας και ιδίως ο στρατιώτης που αποτελεί μέλος φρουράς: Οι φρουροί των συνόρων. 2. στρατιώτης ή ναύτης ή σμηνίτης «σκοπός», που «φυλάει βάρδια», ο βαρδιάτορας, το καραούλι. 3. καθένας που είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλαχτής — ο 1. αυτός που διαφυλάγει, που διατηρεί κάτι. 2. ο φύλακας, ο φρουρός, ο σκοπός, ο βαρδιάτορας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”